- μετακινώ
- (ΑM μετακινῶ, -έω, Μ και μετακουνώ)1. τοποθετώ κάποιον ή κάτι από μια θέση σε άλλη, μετατοπίζω, μεταθέτω, μεταφέρω αλλού2. μέσ. μετακινούμαι, -έομαιμεταβαίνω από έναν τόπο σε άλλομσν.1. απωθώ, αποκρούω2. ξεκινώ με κατεύθυνση προς κάποιο μέρος, κατευθύνομαι3. μέσ. α) ορμώ, επιτίθεμαιβ) μτφ. ταράζομαι, αναστατώνομαι, τρομάζωγ) μετατοπίζομαι, περπατώ, βαδίζωδ) απομακρύνομαιαρχ.μεταβάλλω, τροποποιώ, αλλάζω («Κίμωνα, ὅτι τὴν Παρίων μετεκίνησε πολιτείαν ἐφ' ἑαυτοῡ», Δημοσθ.).
Dictionary of Greek. 2013.